- ροδόφυτος
- -η, -ο, Ν1. (για τόπο) κατάφυτος, με τριανταφυλλιές2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροδόφυταβοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον κλάση, τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα φύκη χωρίς μαστίγια, με 3.000 περίπου θαλάσσια είδη και 150 περίπου είδη τών γλυκών νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + -φυτος (< φύω, φύομαι), πρβλ. δενδρό-φυτος, πευκό-φυτος].
Dictionary of Greek. 2013.